Słownik grecko-polski

Podaj słowo
Επιλέξτε στρατηγική αναζήτησης
  1. πλέκω /ˈple.ko/ dziać
  2. πλένω /ˈple.no/ myć, prać
  3. πλέω /plˈeo/ żeglować ταξιδεύω σε νερό