Słownik grecko-polski

Podaj słowo
Επιλέξτε στρατηγική αναζήτησης
  1. άνδρας /ˈan.ðɾas/ 1. mężczyzna, pan κάθε ενήλικος άνθρωπος αρσενικού φύλου 2. mąż, mężczyzna ο σύζυγος