Греческо-русский словарь
-
άσος /ˈasos/
ас -
ίσος /ˈi.si/ /ˈi.so/ /ˈi.sos/
одина́ковый -
όλος /ˈolos/
весь -
όρος /ˈo.ɾos/
1. условие 2. προϋπόθεση 3. διάταξη 2. термин όρος (στην Oρολογία) -
όσο /ˈo.so/
в то вре́мя как για δήλωση ποσότητας ή έκτασης -
νόσος /ˈno.sos/
заболевание