Греческо-русский словарь

Введите слово
Επιλέξτε στρατηγική αναζήτησης
  1. προσέχω /pɾoˈse.xo/ приглядывать 2. προφυλάσσω, προφυλάσσομαι 3. συγκεντρώνομαι 4. φροντίζω, περιποιούμαι