Греческо-русский словарь

Введите слово
Επιλέξτε στρατηγική αναζήτησης
  1. δένω /ˈðe.no/ 1. связывать 2. закрепи́ть εξασφαλίζω ότι κάτι δεμένο δεν θα χαλαρώσει 3. привя́зывать 2. περιορίζω τις κινήσεις ανθρώπου ή ζώου 3. συνδέω κάτι με κάτι άλλο
  2. δίνω /ðiˈno/ давать, дать
  3. μένω /ˈme.no/ 1. оста́ться δεν μετακινούμαι 2. жить κατοικώ