Греческо-русский словарь

Введите слово
Επιλέξτε στρατηγική αναζήτησης
  1. αρχαιότητα /aɾ.çeˈo.ti.ta/ 1. дре́вность αρχαία χρόνια 2. стаж αρχαιότητα στις προαγωγές