Греческо-русский словарь

Введите слово
Επιλέξτε στρατηγική αναζήτησης
  1. έξω /ˈe.kso/ вон στο εξωτερικό μέρος
  2. έξω /ˈe.kso/ вон 2. έξοδος για διασκέδαση 3. εξωτερική πλευρά
  3. έχω /ˈe.xo/ 1. есть, иметь 2. иметь βοηθητικό ρήμα